- ἱέρακι
- ἱέρᾱκι , ἱέραξhawkmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἱέρακι — Ἵεραξ masc dat sg Ἱέραξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱέρακ' — Ἱέρακα , Ἵεραξ masc acc sg Ἱέρακι , Ἵεραξ masc dat sg Ἱέρακε , Ἵεραξ masc nom/voc/acc dual Ἱέρακα , Ἱέραξ masc acc sg Ἱέρακι , Ἱέραξ masc dat sg Ἱέρακε , Ἱέραξ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιεράκιν — ἱεράκιν και ἱεράκι και ἱεράκιον, τὸ (Μ) [ιέραξ] το γεράκι … Dictionary of Greek
προσέοικα — και αττ. τ. προσεῑκα και παθ. τ. παρακμ. προσήιξαι Α (παρακμ. με σημ. ενεστ.) 1. φαίνομαι όμοιος, μοιάζω με κάποιον ή με κάτι (α. «λέοντι φαίνεται προσεικέναι», Ευρ. β. «κατὰ τὸ χρῶμα μόνον προσέοικεν ἱέρακι», Αριστοτ.) 2. φαίνομαι κατάλληλος,… … Dictionary of Greek